- ετεροφρονώ
- (Μ ἑτεροφρονῶ, -έω)(ιδίως για αιρετικούς) έχω διαφορετικό ή αντίθετο φρόνημα, έχω διαφορετική γνώμη, διχογνωμώ, ετερογνωμώ, διίσταμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + φρονώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροφροσύνη — η (Α ἑτεροφροσύνη) [ετεροφρονώ] διάσταση, διαφορά γνώμης, ιδίως σε θρησκευτικά ζητήματα … Dictionary of Greek